συκοφαντεῖ

συκοφαντεῖ
σῡκοφαντεῖ , συκοφαντέω
to be a
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
σῡκοφαντεῖ , συκοφαντέω
to be a
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συκοφάντει — σῡκοφάντει , συκοφαντέω to be a pres imperat act 2nd sg (attic epic) σῡκοφάντει , συκοφαντέω to be a imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναγορειάρης — ο [αναγορειά] αυτός που κακολογεί, δυσφημεί, συκοφαντεί …   Dictionary of Greek

  • κακηγόρος — και δωρ. τ. κακαγόρος, ον (Α) αυτός που κατηγορεί, βρίζει ή συκοφαντεί κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ηγορος (< ἀγορά / ἀγορεύω), πρβλ. ψευδ ηγόρος] …   Dictionary of Greek

  • κιόλα(ς) — (Μ κιόλα και κιόλας) επίρρ. 1. ήδη, τόσο γρήγορα ή τόσο νωρίς, από τώρα (α. «δεν είναι μισή ώρα που έφυγε και γύρισε κιόλας» β. «ακόμη δεν είναι ούτε δύο η ώρα, σχολάσατε κιόλα;») 2. επί πλέον, επίσης (α. «δεν φτάνει που μάς παιδεύει κάθε μέρα,… …   Dictionary of Greek

  • μαντατούρης — α, ικο (Μ μαντατούρης, ὁ) αυτός που κατηγορεί, που συκοφαντεί νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η μαντατούρα ο σπόρος διαφόρων φυτών που περιβάλλεται από ακτινωτό χνούδι και φέρεται από τον άνεμο προς διάφορες κατευθύνσεις, αλλ. κλέφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ …   Dictionary of Greek

  • συκοφαντώ — συκοφαντῶ, έω, ΝΜΑ [συκοφάντης] είμαι συκοφάντης, διατυπώνω ψευδείς κατηγορίες εναντίον κάποιου, διαβάλλω την τιμή και την υπόληψη του (α. «συκοφαντεί ασύστολα» β. «μηδένα διασείσητε μηδὲ συκοφαντήσητε», ΚΔ) αρχ. 1. αποσπώ χρήματα εκβιαστικά, με… …   Dictionary of Greek

  • Κρίσπος — (299 – 326 μ.Χ.). Γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, από τον πρώτο γάμο του με τη Μινερβίνη. Σε αρκετά νεαρή ηλικία έγινε καίσαρας, χάρη στον πατέρα του, και διορίστηκε διοικητής της Γαλατίας, όπου νίκησε τους Φράγκους, εδραιώνοντας έτσι την εξουσία… …   Dictionary of Greek

  • περιύβριση αρχής — Έγκλημα που διαπράττει όποιος εξυβρίζει, συκοφαντεί και γενικά εκ φράζεται περιφρονητικά για μια αρχή: δημόσια, δημοτική ή κοινοτική. Η π. α. προβλέπεται και τιμωρείται από το νόμο. Ο νόμος, τιμωρώντας την, έχει ως σκοπό να προστατέψει την… …   Dictionary of Greek

  • ραδιουργώ — ούργησα, μηχανορραφώ, δολοπλοκώ, διαβάλλω κάποιον ύπουλα: Ευχαρίστησή του ήταν να ραδιουργεί και να συκοφαντεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”